- κυτόχρωμα
- Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων πρωτεϊνών, όπως της αιμοσφαιρίνης, ωστόσο ο ρόλος της στα κ. περιορίζεται σε αντιστρεπτές αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής του ιόντος σιδήρου τους, οι οποίες επιτρέπουν τη μεταφορά ηλεκτρονίων από και προς άλλα υποστρώματα· αυτή η μεταφορά ηλεκτρονίων αποδίδει ενέργεια στον οργανισμό, η οποία αποθηκεύεται τελικά σε μόρια τριφωσφορικής αδενοσίνης (ADP), γι’ αυτό και η όλη διαδικασία ονομάζεται οξειδωτική φωσφορυλίωση. Τα κ. αποτελούν μέρος της αναπνευστικής αλυσίδας και εντοπίζονται στα μιτοχόνδρια. Διαιρούνται σε τρεις ομάδες, ανάλογα με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που απορροφούν, οι οποίες ονομάζονται κ. -α, -b και -c. Μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί τουλάχιστον 30 διαφορετικά κ.
* * *και κυτταρόχρωμα, το(βιοχ.) πορφυρινική χρωμοπρωτεΐνη που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως μεταφορέας τών ηλεκτρονίων στα φαινόμενα τής κυτταρικής οξείδωσης, δηλαδή στην κυτταρική αναπνοή και στην απώλεια και στο κέρδος ηλεκτρονίων, με τη βοήθεια τών ενζύμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρόχρωμα είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytochrome < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -chrome < μσν. λατ. chroma < χρώμα. Ο τ. κυτόχρωμα είναι αντιδάνειο].
Dictionary of Greek. 2013.